- κοσκινιστής
- ο, θηλ. κοσκινίστρ(ι)α1. αυτός που κοσκινίζει2. το θηλ. η κοσκινίστραπλέγμα από σύρμα με οπές διαφόρων, κατά περίπτωση, μεγεθών που χρησιμοποιείται για το κοσκίνισμα χώματος και άλλων υλικών.[ΕΤΥΜΟΛ. < κοσκινίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1819 στον Αδαμάντιο Κοραή].
Dictionary of Greek. 2013.